Τυνδαρίδης — και δωρ. τ. Τυνδαρίδας, ὁ, και θηλ. τ. πατρων. Τυνδαρίς, ίδος, Α 1. το τέκνο τού Τυνδάρεω 2. στον πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι τα παιδιά τού μυθικού αυτού βασιλιά, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης 3. το θηλ. α) η κόρη του ίδιου βασιλιά, η Ελένη β) πόλη τής… … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
DARIUS — I. DARIUS Artabani fil. Vitelliano foedere cum Artabano, obses missus Romam, Ios. l. 18. c. 4. Is est, quem nominat Suet. Calig. c. 19. II. DARIUS E. Satrapas inter Persas nobilissimus, qui post mortem Cambysae, a nobilibus aliquot Persis… … Hofmann J. Lexicon universale
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
δαρδάπτω — (Α) 1. (για θηρία) καταβροχθίζω 2. φρ. «δαρδάπτω χρήματα, κτήματα κ.λπ.» κατατρώω, κατασπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δαρ δαρπ τω (πρβλ. δρέπω) με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου ρ . Κατ άλλους ο τ. δαρδάπτω συνδέεται παρετυμολογικά με το δάπτω*] … Dictionary of Greek
κρουσμός — (I) ο [κρούζω] σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια. (II) κρουσμός, ὁ (AM) μσν. χτύπημα, σύγκρουση αρχ. 1. η κρούση έγχορδου οργάνου 2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» τρίξιμο τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ κρουσ α) + κατάλ. μός (πρβλ … Dictionary of Greek
deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- — deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū English meaning: tree Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche” Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… … Proto-Indo-European etymological dictionary